- άλμπουρο
- άλμπουρο, το και άρμπουρο, το(λ. ιταλ.), το κατάρτι του πλοίου: Τα κύματα τους είχαν αρπάξει το πλωριό άλμπουρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άλμπουρο — και άρμπουρο, το ιστός πλοίου, κατάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. alboro < arboro (πρβλ. ιταλ. albero «δέντρο») < λατ. arbor «δέντρο». ΠΑΡ. νεοελ. αλμπουρίζω] … Dictionary of Greek
άρμπουρο — το βλ. άλμπουρο … Dictionary of Greek
αλμπουρίζω — Ναυτ. [άλμπουρο] τοποθετώ τον ιστό, ιστιοθετώ … Dictionary of Greek
πρυμιός — και πρυμνιός, ά, ό, Ν [πρύμ(ν)η] πρυμναίος («πρυμιό άλμπουρο») … Dictionary of Greek
Παρορίτης, Κώστας — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Λεωνίδα Σουρέα, Παρόρι Σπάρτης 1878 – Αθήνα 1931). Έλληνας πεζογράφος. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπηρέτησε ως εκπαιδευτικός. Ήταν δημοτικιστής με σοσιαλιστικό ιδεολογικό προσανατολισμό, που δεν… … Dictionary of Greek